Μες τα κελιά μας έχουν χτίσει σχολεία/
Νομίζουν πως θα σβήσει η διψά μας με μια κουταλιά/
Κλείνουν την φαντασία απ’ έξω και κρατούν τα παιδιά/
Κονσέρτο για πολυβόλα και πόλεμος για βιολιά/
Μιλάω για εκείνη την επόμενη χαμένη γενιά/
Που θα αρκεστεί σε λίγα ψίχουλα και μια σιγουριά/
Σε μια δουλειά σε ενα μουνί και σε καμιά ρουφιανιά/
Είσαι παιδί των 11 και είμαι παιδί των 9/
Είναι η αλήθεια των μεγάλων η σιωπή των μικρών/
Και αυτό είναι παίδες εν καμίνω και σφαγή των κριών/
Έγινε η γνώση μια σταλιά στα χεριά υποκριτών/
Και η μέρα εκείνη μια δουλειά και μια καρτέλα ντεπόν/
Και τα σημάδια απ’ τον χαλκά θα φαίνονται από μακριά/
Και οι αλυσίδες σου θα ακούγονται μέσα απ’ την καρδιά/
Και το μυαλό σου θαν κομμένο από χιλιάδες σπαθιά/
Με μια αντίληψη αστική που διαμορφώνει παιδιά/
Και η φαντασία μας βουλιάζει στις οθόνες του εγώ/
Μου δείχνεις σάρκινες καμπύλες μήπως και εκπλαγώ/
Μου τάζεις λόγια και υποσχέσεις μήπως μέσα πνιγώ/
Μα εγώ στο έρωτα και στην αγάπη πάντα θα αργώ/
Και έχω επάνω μου σημάδια παλιά/
Σημάδια που όσο μεγαλώνω με κρατούν σα δεσμά/
Δεσμά που όσο τα σκοτώνω με σκοτώνουν και αυτά/
Έχω τα χέρια στα κουπιά και στην καρδιά μου χαλκά/
Έχω τα χέρια στα κουπιά και στην καρδιά μου χαλκά/
Και για να δω πιο πέρα έπρεπε να κουνήσω βουνά/
Βουνά που φτιάξαν σε σπίτια σε εκκλησίες και σχολειά/
Είσαι παιδί των 11 και είμαι παιδί των 9/
Και αυτή η αλήθεια που σου λέω θα ναι πάντα γυμνή/
Τόσο γυμνή όσο γυμνό είναι το γυμνό μου κορμί/
Η χωρά πάει στον τρίτο κόσμο και εσύ πας εκδρομή/
Αν έχεις φάει μοιάζει φθηνό το να μιλάς για ψωμί/
Και έτσι δουλεύει σε ταΐζουν ότι πρέπει να δεις/
Σου λένε τι πρέπει να ακούσεις και πως πρέπει να ζεις/
Και όλα αυτά στα προσφέρουν σαν μια μορφή παροχής/
Που απ’ τις ανάγκες σου απέχει όσο απ’ τους άλλους εμείς/
Και απ’ τους χαλκάδες σου στα πόδια έχει μείνει σκουριά/
Γιατί δεν έμαθες ποτέ σου να διαλέγεις πλευρά/
Άλλοι κρατούν την εξουσία άλλοι κρατούν τα σφυριά/
Και εγώ ανάβω συνειδήσεις σαν να ανάβω κεριά/
Μιλάω για εκείνη την επόμενη χαμένη γενιά/
Που για να δει πιο πέρα πρέπει κουνήσει βουνά/
Βουνά που φτιάξαν σε σπίτια σε εκκλησίες και σχολειά/
Μα θέλει θάρρος και γνώση και μια ψυχή πιο βαθιά/
Και τον Χριστό μου βρισκω κάτω από την πέτρα του νου/
Μέσα στα μάτια των προσφύγων στις φωτιές του ουρανού/
Μέσα στα γέλια των παιδιών και στη σιωπή του τρελού/
Και όταν τον βρισκω ο ένας γίνεται αδερφός του αλλουνού/