[Verse 1] Φυλακισμένος επ' αόριστον στο ίδιο κελί 23 χρόνια τώρα δίχως να περιμένει την χάρη Από κάποιον ευαίσθητο δικαστή Δεν ευελπιστούσε να ξαναδεί ήλιο ούτε φεγγάρι Περίμενε απλά να εκτελεστεί η ποινή Χωρίς να περιμένει τίποτα πλέον από κανέναν Κανένα επισκεπτήριο πλέον δεν τον συγκινεί Όλα τα γνωστά του πρόσωπα του φαντάζουνε ξένα Δεν είχε ενδιαφέροντα, χόμπι και ασχολίες Μ' άλλους φυλακισμένους δεν είχε ποτέ φιλίες Καθόταν και περίμενε τον χρόνο να περάσει Μέχρι να εκτελεστεί και η ψυχή του να ησυχάσει Ώσπου μια μέρα μέσα στο κρύο κελί του Ανακάλυψε κάτι που άλλαξε την ζωή του Κάτω από το μουχλιασμένο τσιμέντο σε μια γωνία Βρήκε μια άσπρη μισοφαγωμένη κιμωλία Κι άρχισε να γράφει στίχους στου κελιού τους τοίχους με μόνους ήχους τα βήματα των φυλάκων στην απομόνωση Κάνοντας με μανία κάθε σκέψη ραψωδία Μέσα σε μπουντρούμια κρύα να είναι η μόνη του εκτόνωση Και γράφοντας τους στίχους του ο καιρός περνούσε Έπαιρνε την κιμωλία αγκαλιά και της μιλούσε Παραληρούσε νόμιζε ότι του απαντούσε Να μην τελειώσει πριν πεθάνει την παρακαλούσε Και τότε ορκίστηκε το σώμα του πως θα' ταν το μόνο που θα τους επέτρεπε να περιορίσουν Στην ηλεκτρική καρέκλα ώσπου να' ναι καθιστός Μα το πνεύμα του θα ήταν ζωντανό κι αφού τον ψήσουν Κι όσο η μέρα της καταδίκης πλησίαζε Η φήμη ότι θα επέστρεφε οργίαζε Οι πιο πολλοί δεν την παίρναν στα σοβαρά Μα τα πρόσωπά τους τα λαμπρά κάτι άγνωστο επισκίαζε [Verse 2] Λίγες μέρες μετά από τους στίχους Δεν είχε μείνει κενό σημείο πάνω στους τοίχους Είχε γράψει στο πάτωμα, το ταβάνι τα κάγκελα Με λόγια ψυχασθενικά, επιθετικά, παράλογα Η κιμωλία του είχε σχεδόν τελειώσει Από την αϋπνία τα μάτια του είχαν θολώσει Ήθελε μόνο το μυαλό του να κρατήσει ανόθευτο Μέχρι την ημέρα που θα ερχόταν το αναπόφευκτο Κι αυτή η μέρα ξημέρωσε εν τέλει Για τελευταίο γεύμα τον ρωτήσανε τι θέλει Τους κοίταξε ατάραχος κι είπε τα παρακάτω «Δε θέλω γεύμα, μόνο να τελειώσω αυτό που γράφω» Κι αφού το έκανε λούφαξε στη γωνία Εκεί που είχε πρωτογνωρίσει την κιμωλία Και μέσα στους λυγμούς του ψιθύριζε συλλαβές «Δε θα σ' αφήσω μόνη σου αγάπη μου μην κλαις» Την έκλεισε προσεκτικά μέσα στο χέρι του
Κι αφού σκούπισε όλα τα δάκρυά του Κοίταξε για τελευταία φορά το κελί τεφτέρι του Κι έπειτα έφυγε για πάντα μακριά του Οι φύλακες τον πήρανε από την πτέρυγα Περπάταγε κι νιωθε τα πόδια του τόσο γέρικα Ο αέρας γύρω του μύριζε νέκρα Μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο με την καρέκλα Τον βάλαν να καθίσει του φόρεσαν χειροπέδες Ξεχωριστά στους δυο καρπούς και στις δυο φτέρνες Έφεραν έναν ρασοφορεμένο και τον διάβασε Μ' αυτός χαμένος μέσα στις σκέψεις του δεν τον άκουσε Δεν κατάλαβε κανένας ότι έκλαιγε πνιχτά Κράτησε την κιμωλία στο χέρι του πιο σφιχτά Κοίταξε τριγύρω του για μια τελευταία φορά και ψιθύρισε στην κιμωλία «Μην φοβάσαι πια» [Verse 3] Την άλλη μέρα στείλανε καθαριστές Να καθαρίσουνε το κελί από τις βρωμιές εκείνου του τρελού που όλο λέρωνε τους τοίχους Μα όσοι επιχείρησαν να μπουν μέσα ακούγαν ήχους Παράξενες κραυγές χωρίς καμία σημασία Και μετά από λίγο στίχους με ομοιοκαταληξία Όποιον έκλειναν στο κελί πάντοτε έβγαινε τρελός Τραγουδώντας ρίμες ακατανόητες συνεχώς Κάποιοι φυλακόβιοι μπήκαν μόνοι τους στο κελί Για στοίχημα λίγα τσιγάρα και βγήκαν έξω νεκροί Κάποιος άλλος μπήκε να βιάσει ένα καινούριο τρόφιμο Κι αμέσως βγήκε έξω ουρλιάζοντας «δεν είναι ανθρώπινο» Στους φύλακες που τίποτα δεν έκανε αίσθηση Μετά από λίγες μέρες όλοι δήλωσαν παραίτηση Οι φυλακισμένοι οργανώθηκαν κάναν εξέγερση Κανένας να μην ξαναμπεί εκεί χωρίς εξαίρεση Ο διευθυντής των φυλακών δεν είχε άλλη επιλογή Και διέταξε ολόκληρη η πτέρυγα να εκκενωθεί Σφραγίσαν το κελί και καταστρέψαν το κλειδί Ώστε ποτέ ξανά κανένας να μην μπορέσει να μπει Οι στίχοι του τρελού φυλακισμένου γίνανε θρύλοι Τους ξέραν όλοι μέσα στην φυλακή εχθροί και φίλοι Όσοι εκτίσαν την ποινή τους και λύθηκαν τα δεσμά τους Γύρισαν και είπαν την ιστορία στην γειτονιά τους Και από στόμα σε στόμα ο θρύλος διαδόθηκε Κι έτσι έτυχε να τον ακούσω και εγώ Και στο μυαλό μου μια τρελή ιδέα μου καρφώθηκε Πως είχα κάτι κοινό μ' αυτό τον τρελό Κι είπα να γράψω ένα τραγούδι στην υγειά του Μα πως τον λένε πρώτα ήθελα να βρω Πήγα στην φυλακή και ρώτησα το όνομά του Μου είπαν τον λέγαν Φιλόλογο Ραψωδό…