[Verse 1: Rainman]
Πριν κλοτσήσει την καρέκλα και το σκοινί σηκώσει το κορμί του
Οι τελευταίες σκέψεις του αγγίζουν τη ρωγμή του
Παρακαλάει να τη δει για τελευταία φορά
να της πει πως το πάθος, ο έρωτας, ο φόβος ήταν απάντηση για όλα
Πόσο μόνος ένιωθε όταν έλειπε απ' το σπίτι
Πόσο πιο γαλήνια όταν πίσω γυρνούσε
Κάθε φόρα που την αντίκριζε, ταξίδευε, χόρευε και γελούσε
Όμως εκείνη πάντα την πόρτα κοιτούσε
Στο μυαλό του χαμογέλαγε, φώναζε κι έλεγε
«Ποτέ δεν θα φύγω μακριά σου, δώσ' μου λίγο τα φτερά σου»
Εκείνος τα 'δινε πετούσανε για ώρα παρέα
Κλάματα, φωνές, τον γυρνάνε στο χθες
[Hook: Rainman]
Ήταν το πάθος αγάπη άρρωστη χωρίς κατάληξη
Ήταν εκείνη. Ο κόσμος όλος. Κρύος και μόνος
Ήταν κι εκείνα τα δεσμά που την κρατάγανε κοντά του
Ο φόβος για τη μέρα που θα φύγει μακριά του
[Verse 2: Rainman]
Αναρωτιέται αν θα μπορούσε να 'ναι άλλη η επιλογή του
Δεν υπήρχε λογική, υπήρχε μόνο η όρεξή του
όσο κι άμα ήξερε, ένοχος πως ήτανε
Η αρρώστια του τον νίκαγε
Στο κρεβάτι, τα δάκρυά της δεν σημαίναν κάτι
Το έγκλημα μια καθημερινή ρουτίνα
Κι ο κόσμος βλέπει δυο σκιές πίσω απ' την κουρτίνα
Της χαϊδεύει τα μαλλιά, μα πού να 'ξερε, ήταν η τελευταία φορά
Έφυγε, μα όταν γύρισε βρήκε λυμένα τα λουριά
Βρήκε λυμένα τα λουριά και σκισμένα τα φτερά
Γυμνός στα μάτια των θεών, ένοχος άλλων εντολών
Στον καθρέφτη με κραγιόν: «Τώρα μεγάλωσα, μπαμπά»
[Hook: Rainman]
Ήταν o φόβος, η παράνοια, αγάπη σπάνια
Ήταν εκείνη. Ο κόσμος όλος. Κρύος και μόνος
Ήταν κι εκείνα τα λουριά που της σφίγγανε τα χέρια
Υπόσχεσή του πως θα τα λύσει κάποια μέρα
[Outro: Lexx]
Οι πληγές επουλώνουν, οι μπογιές θα βγουν
Μα οι καθρέφτες, δεν σταματούν ν' αντανακλούν