Χρόνε με πήρες και με πέταξες, μα δεν ημέρεψα λεπτό. Άνεμο λεύτερο μου έταξες, κείνο τον άνεμο ζητώ. Είναι λαίμαργος ο χρόνος κι ασυγχώρητος για κάποιους λίγος και για κάποιους αφόρητος. Για κάποιους φίλος καλός και λιγομίλητος και γι' άλλους τόσο βιαστικός κι αμείλικτος. Εγώ τον γνώρισα, απρόσεχτο δραπέτη, φόρα παρτίδα, μα και λίγο τζαναμπέτη. Στα σπουδαία τα ονείρατα μουτζούρα μα και τα λάθη μου στην πλάτη είχε καμπούρα. Άλλοτε έμοιαζε μ' αλλόκοτο πείραμα κι άλλοτε γινόταν στις ορέξεις μας θήραμα. Άλλοτε έμοιαζε με βλέμμα στο κενό κι άλλοτε θέα από κορφή σε πανύψηλο βουνό. Καμιά φορά πικρή γουλιά στα κρασοπότηρα, ίσως κι ανάθεμα, μπορεί "και μη χειρότερα". Όμως εμένα μού `ταξε τη λευτεριά μου, γι' αυτό κι απόψε τον στριμώχνω κοντά μου. Χρόνε, με πήρες και με πέταξες, μα δεν ημέρεψα λεπτό. Άνεμο λεύτερο μου έταξες, κείνο τον άνεμο ζητώ. 'Κείνο τον άνεμο ζητώ, εγώ, ο παρείσακτος κι εσύ ο αφέντης, ο σκληρός κι αδίστακτος κάνεις παζάρια και θέλεις το πεσκέσι σου, ζητάς από την τύχη να κάτσει στη θέση σου. Με περιπαίζεις και σκαρφίζεσαι ψέματα με κολακείες, τρίμματα και περισσέματα, με ιστορίες σιωπηλές κι ανομολόγητες, με προσβολές τραβηγμένες κι ασυγχώρητες. Κι εγώ απλά σου ζητάω ό,τι μου `ταξες μόνο. Ούτε σε ικετεύω, ούτε και σε πληρώνω. Δικαιούμαι μετά τη γυροβολιά μου να γέρνω όπου θέλω τη σκιά μου. Να ξεστομίζω όπου γουστάρω τις βλασφήμιες μου και να σκοτώνω όπως θέλω τις ασχήμιες μου, γιατί όπως βλέπεις, δεν ημέρεψα λεπτό κι αφού μου χρωστάς `κείνο τον άνεμο ζητώ