Έμαθα πως ξεμυτίζεις γεμάτος φιγουρέματα,
γουστάρεις, λέει, παινέματα· ή μου ‘πανε ψέματα
τα κακόχυμα στόματα
που φτύνουν χολή και μαραζώματα,
τα όρθια πτώματα με τα χλωμά τους χαμόγελα
για πάρτη τους να σκάψω πρώτος πως θα το ‘θελα.
Μα αν είναι αλήθεια ότι άντρεψες και σφίγγεις τα γκέμια σου
κι ότι ξεθάρρεψες, δεν τρέμουν πια τα χέρια σου,
τράβα για ‘δω φύγε λίγο απ' τους χαρούμενους,
τους δειλούς και μισερούς γραμματιζούμενους.
Κι αφού έχεις κάνει την οργή σου ψωμοτύρι
τι ωραία που θα' τανε να σε είχα μουσαφίρη·
να σε φιλέψω λίγο φόβο του καιρού,
να πάρεις πάλι πίσω τη χλομάδα εκείνη του νεκρού.
Γι' αυτό από δω αν περάσεις με παρέα ή και χωρίς
… να ‘ρθείς να με βρεις
Τόσα χρόνια ξέρουν όλοι που απαγκιάζω,
που καμώνω τα τρελά και τα μοιράζω.
Κι ότι ζυγιάζω τα πολλά με τ' άνοιαστα,
κι ότι φωνάζω για τ' αγρίμια όλα τ' άπιαστα.
Εγώ, όμως, ξέρω τι μάς κρατάει μακριά από την αραχνίλα
κι ότι από τύψεις δε ζυγώνει η ξεφτίλα.
Κι αν κανείς ξεγελαστεί και την δει αρσενικό
και νομίζει ότι έχει της λύτρωσης τον κωδικό,
θα το κρατήσω μυστικό, αφού το διασκεδάσω.
Κι αν απ' όλους είσαι εσύ, επιτέλους θα ξεσκάσω.
Και μην τα ρίξεις αλλού, μιλάω σε σένα·
μη ψάχνεις γύρω παντελόνια μουσκεμένα.
Μισείς εμένα – το γιατί δεν παίζει ρόλο,
το σαράκι μου σε τρώει· κι αν έχεις κώλο,
ρίσκαρε το αφού λες ότι μπορείς
κι έλα … έλα να με βρεις.
Άκου σιγοσφυρίζουν μοιρολόι
για σένα κι όλο το μυρμηγκολόι·
κι αν ψάχνεις τέλος ηρωικό να το χαρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.
Τέλος υπάρχει ωραίο και για τα γούστα σου.
Εγώ ξέρω από που κρατάει η σκούφια σου
μην καμώνεσαι τον ξένο κι όσο είναι νωρίς,
να 'ρθεις να με βρεις.
Πάρε το μίσος παραμάσχαλα, γέννημα σκύλας,
απ' τα ορμητήρια της ξεφτίλας·
πελαγωμένος, σαστισμένος κι αφού λες πως μπορείς,
να ‘ρθεις να με βρεις
Κοίτα, να μην τρέμει το χέρι σου
όσα με μίσησαν κάνε μαχαίρι σου
και αφού σ' το λένε κι έγινες άντρας θαρρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.